- υπογεγραμμένος
- -η, -ο / ὑπογεγραμμένος, -η, -ον, ΝΜΑβλ. υπογράφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπογεγραμμένος — ὑπογράφω write under perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυπόγραφος — η, ο (Μ ἐνυπόγραφος, ον) (για έγγραφο) ο υπογεγραμμένος, αυτός που φέρει υπογραφή. επίρρ... ενυπογράφως, α με υπογραφή … Dictionary of Greek
κάτωθι — επίρρ. κατωτέρω, πιο κάτω («ο κάτωθι υπογεγραμμένος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + θι, επιρρμ. κατάλ. δηλωτική του τόπου] … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να … Dictionary of Greek